προενθυμώ

προενθυμώ
-έω, Α
1. φροντίζω από πριν για κάτι
2. παθ. προενθυμοῡμαι
σκέπτομαι από πριν σοβαρά για κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ-* + ἐνθυμῶ «θυμίζω, υπενθυμίζω, σκέπτομαι»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • προενθύμησις — ήσεως, ἡ ΜΑ [προενθυμώ] το να σκέφτεται κανείς κάτι εκ τών προτέρων …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”